ἐπουράνιος

ἐπουράνιος
2032 ἐπουράνιος
{прил., 20}
небесный, живущий на (в) небе.
Ссылки: Мф. 18:35; Ин. 3:12; 1Кор. 15:40, 48, 49; Еф. 1:3, 20; 2:6; 3:10; 6:12; Флп. 2:10; 2Тим. 4:18; Евр. 3:1; 6:4; 8:5; 9:23; 11:16; 12:22.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἐπουράνιος" в других словарях:

  • ἐπουράνιος — heavenly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • επουράνιος — α, ο 1. που υπάρχει πάνω από τον ουρανό ή στον ουρανό: Η επουράνια βασιλεία. 2. ο πληθ. του ουδ., επουράνια οι ουρανοί, τα μεσούρανα, τα ύψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπουρανίως — ἐπουράνιος heavenly adverbial ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουράνιον — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc sg ἐπουράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουρανίοιο — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουρανίοις — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουρανίοισι — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουρανίοισιν — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουρανίου — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουρανίους — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»